βλογάω

βλογάω
βλογάω (σπάν. βλογώ, παρατατ. συνήθως -ούσα), βλόγησα βλ. πίν. 58

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ευλογάω — / ευλογώ (παρατατ. ούσα), ευλόγησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: ευλογάω : κυρίως χρησιμοποιείται ο τύπος βλογάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”